προστέγασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προστέγασμα < ελληνιστική κοινή προστέγασμα < αρχαία ελληνική πρό + στεγάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προστέγασμα ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προστέγασμα
|