πρόστεγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρόστεγο | τα | πρόστεγα |
γενική | του | πρόστεγου | των | πρόστεγων |
αιτιατική | το | πρόστεγο | τα | πρόστεγα |
κλητική | πρόστεγο | πρόστεγα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόστεγο < πρό- + στέγ(η) + -ον > -ο (στέγασμα) Διαφορετική η μεσαιωνική ελληνική πρόστεγον (νοίκι). Δείτε και το ελληνιστικό προστέγιον. [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾo.ste.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐στε‐γο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόστεγο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το μπροστινό μέρος μεγάλου στεγάσματος
- (αρχιτεκτονική) άλλη μορφή του προστέγασμα
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) η πρωραία υπερκατασκευή πλοίου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πρόστεγο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πρόστεγο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας