μεσόστεγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεσόστεγο ουδέτερο
- το μεσαίο τμήμα μεγάλου στεγάσματος
- (ναυπηγικός όρος, ναυτικός όρος) η μεσαία υπερκατασκευή πλοίου
- ↪ χαρακτηριστικό το μεσόστεγο που φέρουν τα υποβρύχια, αεροπλανοφόρα, ελικοπτεροφόρα κ.ά. τύποι πλοίων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεσόστεγο
|