Δείτε επίσης: μέσο, μέσω, μέσῳ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μεσο- < μέσ(η) + -ο- < θηλυκό για την αρχαία ελληνική μέσο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

μεσο-, μεσό- (ή μεσ- πριν από φωνήεν)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μεσο- < μισο- < μισός

  Πρόθημα επεξεργασία

μεσο- & μεσ-

=Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

μεσο- < μέση|μέσ(η)]] + -ο- ή μέσον < αρχαία ελληνική μέσο(ς)

  Πρόθημα επεξεργασία

μεσο-, μεσό-, μεσα- & μεσ- πριν από φωνήεν

Άλλες μορφές επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

μεσο- < μισο- < μισός

  Πρόθημα επεξεργασία

μεσο- & μεσ-

Άλλες μορφές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Άλλες μορφές επεξεργασία