• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μεσόπορτα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεσόπορτα οι μεσόπορτες
      γενική της μεσόπορτας των μεσοπορτών
    αιτιατική τη μεσόπορτα τις μεσόπορτες
     κλητική μεσόπορτα μεσόπορτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μεσόπορτα < μεσό- + πόρτα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈso.poɾ.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐πορ‐τα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

μεσόπορτα θηλυκό

  • ενδιάμεση πόρτα μεταξύ δύο χώρων, δύο δωματίων
    ≈ συνώνυμα: μεσόθυρο

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μεσόπορτα
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μεσόπορτα&oldid=5539749"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Μαρτίου 2022, στις 22:42
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Μαρτίου 2022, στις 22:42.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie