Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσόπορτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μεσόπορτ
α
οι
μεσόπορτ
ες
γενική
της
μεσόπορτ
ας
των
μεσοπορτ
ών
αιτιατική
τη
μεσόπορτ
α
τις
μεσόπορτ
ες
κλητική
μεσόπορτ
α
μεσόπορτ
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσόπορτα
<
μεσό-
+
πόρτα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
meˈso.poɾ.ta
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
με‐σό‐πορ‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσόπορτα
θηλυκό
ενδιάμεση
πόρτα
μεταξύ δύο χώρων, δύο δωματίων
≈
συνώνυμα
:
μεσόθυρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσόπορτα