μεσόθυρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεσόθυρο | τα | μεσόθυρα |
γενική | του | μεσόθυρου | των | μεσόθυρων |
αιτιατική | το | μεσόθυρο | τα | μεσόθυρα |
κλητική | μεσόθυρο | μεσόθυρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μεσόθυρο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική μεσόθυρον [1] ή μεσό- + θύρ(α) + -ο [2] . Δείτε και το μεσαιωνικό μεσοθύρι.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /meˈso.θi.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σό‐θυ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσόθυρο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) το μέρος του τοίχου μεταξύ δύο θυρών ή παραθύρων
- (εκκλησιαστικός όρος) η μεσαία πύλη του τέμπλου
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσόθυρο
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ μεσόθυρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας