Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοθύρι < μεσο- + θύρ(α) + → δείτε και τη λέξη μεσόθυρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσοθύρι ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μέσον και θύρα

  Πηγές επεξεργασία