Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεσοβδόμαδο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεσοβδόμαδ
ο
τα
μεσοβδόμαδ
α
γενική
του
μεσοβδόμαδ
ου
των
μεσοβδόμαδ
ων
αιτιατική
το
μεσοβδόμαδ
ο
τα
μεσοβδόμαδ
α
κλητική
μεσοβδόμαδ
ο
μεσοβδόμαδ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεσοβδόμαδο
<
μεσο-
+
βδομάδα
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεσοβδόμαδο
ουδέτερο
(
προφορικό
) η
μέση
της
εβδομάδας
Συγγενικά
επεξεργασία
μεσοβδόμαδα
μεσοβδομαδιάτικα
μεσοβδομαδιάτικος
→
δείτε
τις λέξεις
μέσος
,
εβδομάδα
και
επτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεσοβδόμαδο
αγγλικά
:
midweek
(en)