μεσοβδόμαδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.soˈvðo.ma.ða/
Επίρρημα
επεξεργασίαμεσοβδόμαδα
- (προφορικό) στη μέση της εβδομάδας
- Στα δρομάκια πίσω από το Εθνικό Θέατρο, μεσοβδόμαδα, βράδυ. Ερημιά. Μες στο σκοτάδι μόνο μια γυναίκα. Σκύβει στο πεζοδρόμιο, φωνάζει και ταΐζει τις λιγοστές γάτες που έχουν επιβιώσει από τις γενοκτονικές επιδρομές των φιλόζωων. (*)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μεσοβδόμαδο, μέσος, εβδομάδα και επτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεσοβδόμαδα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαμεσοβδόμαδα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεσοβδόμαδο