Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοφαγωμένος < μεσο- (μισός) + φαγωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώγω

μεσοφαγωμένος μετοχή σε λειτουργία επιθέτου (μετοχή χωρίς ρήμα)

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία