Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μισοφαγωμένος η μισοφαγωμένη το μισοφαγωμένο
      γενική του μισοφαγωμένου της μισοφαγωμένης του μισοφαγωμένου
    αιτιατική τον μισοφαγωμένο τη μισοφαγωμένη το μισοφαγωμένο
     κλητική μισοφαγωμένε μισοφαγωμένη μισοφαγωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μισοφαγωμένοι οι μισοφαγωμένες τα μισοφαγωμένα
      γενική των μισοφαγωμένων των μισοφαγωμένων των μισοφαγωμένων
    αιτιατική τους μισοφαγωμένους τις μισοφαγωμένες τα μισοφαγωμένα
     κλητική μισοφαγωμένοι μισοφαγωμένες μισοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοφαγωμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μισοφαγωμένος· μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μισοτρώω & μισοτρώγω. Μορφολογικά αναλύεται σε μισο- (μισός) + μετοχή φαγωμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.so.fa.ɣoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐σο‐φα‐γω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

μισοφαγωμένος, -η, -ο

  1. που έχει φαγωθεί κατά ένα μέρος (κυριολεκτικά: κατά το ήμισυ)
    ※  Θερινό ηλιοστάσιο σήμερα, τη μεγαλύτερη ημέρα του έτους και ο ήλιος μας μισοφαγωμένος από την έκλειψη με πολλές λεπτομέρειες στην επιφάνειά του αποτυπώθηκαν από το φακό της φωτογραφικής μηχανής.
    Ο μισοφαγωμένος ήλιος μας από την έκλειψη στο Ναύπλιο, peloponnisosnews.gr, 22 Ιουνίου 2020
  2. (μεταφορικά) που έχει φθαρεί λίγο
    μισοφαγωμένες σόλες παπουτσιών
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις σαρακοφαγωμένος και σκοροφαγωμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • μισοφαγωμένοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • μισοφαγωμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισοφαγωμένος < μισο- (μισός) + φαγωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρώγω

  Μετοχή επεξεργασία

μισοφαγωμένος μετοχή σε λειτουργία επιθέτου (μετοχή χωρίς ρήμα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία