Δείτε επίσης: ἡμίβρωτος, ἡμίβροτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημίβρωτος η ημίβρωτη το ημίβρωτο
      γενική του ημίβρωτου της ημίβρωτης του ημίβρωτου
    αιτιατική τον ημίβρωτο την ημίβρωτη το ημίβρωτο
     κλητική ημίβρωτε ημίβρωτη ημίβρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημίβρωτοι οι ημίβρωτες τα ημίβρωτα
      γενική των ημίβρωτων των ημίβρωτων των ημίβρωτων
    αιτιατική τους ημίβρωτους τις ημίβρωτες τα ημίβρωτα
     κλητική ημίβρωτοι ημίβρωτες ημίβρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημίβρωτος < αρχαία ελληνική ἡμίβρωτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈmi.vɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μί‐βρω‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ημίβρωτος, -η, -ο

  • (λογοτεχνικό) ο μισοφαγωμένος
    ※ Η ημέρα θα είνε καλή, διότι ο ήλιος ανατέλλων είνε μεγαλοπρεπέστατος και φαίνεται ξηρός, — όπερ είνε αίσιος οιωνός. Φαίνεται έτι υπεράνω του αντιθέτου ορίζοντος ο δίσκος της σελήνης ημίβρωτος, όστις δεν θα δύση προ της δεκάτης ώρας και πεντήκοντα επτά λεπτά προ μεσημβρίας.
    Ιούλιος Βερν, Ο Σανσελλώρ, (μτφ. Παναγιώτης Φέρμπος), 1892 @gutenberg.org

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ημίβρωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)