Δείτε επίσης: Μεσοπόλεμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεσοπόλεμος οι μεσοπόλεμοι
      γενική του μεσοπόλεμου
μεσοπολέμου
των μεσοπόλεμων
μεσοπολέμων
    αιτιατική τον μεσοπόλεμο τους μεσοπόλεμους
μεσοπολέμους
     κλητική μεσοπόλεμε μεσοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεσοπόλεμος < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική entre-deux-guerres, μεσο- + -πόλεμος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεσοπόλεμος αρσενικό

  1. (ιστορία) η χρονική περίοδος μεταξύ δύο πολέμων
  2. (ειδικότερα) → δείτε τη λέξη Μεσοπόλεμος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία