↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπαστικός η σκεπαστική το σκεπαστικό
      γενική του σκεπαστικού της σκεπαστικής του σκεπαστικού
    αιτιατική τον σκεπαστικό τη σκεπαστική το σκεπαστικό
     κλητική σκεπαστικέ σκεπαστική σκεπαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπαστικοί οι σκεπαστικές τα σκεπαστικά
      γενική των σκεπαστικών των σκεπαστικών των σκεπαστικών
    αιτιατική τους σκεπαστικούς τις σκεπαστικές τα σκεπαστικά
     κλητική σκεπαστικοί σκεπαστικές σκεπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεπαστικός < ελληνιστική κοινή σκεπαστικός[1] [2] < σκεπαστός < αρχαία ελληνική σκεπάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

σκεπαστικός, -ή, -ό

  1. (λόγιο, σπάνιο, κυριολεκτικά) που σκεπάζει
  2. (λόγιο, σπάνιο, μεταφορικά) που σκεπάζει, που συμβάλλει στην προστασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. σκεπαστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. σκεπαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.