Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπαστικός η σκεπαστική το σκεπαστικό
      γενική του σκεπαστικού της σκεπαστικής του σκεπαστικού
    αιτιατική τον σκεπαστικό τη σκεπαστική το σκεπαστικό
     κλητική σκεπαστικέ σκεπαστική σκεπαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεπαστικοί οι σκεπαστικές τα σκεπαστικά
      γενική των σκεπαστικών των σκεπαστικών των σκεπαστικών
    αιτιατική τους σκεπαστικούς τις σκεπαστικές τα σκεπαστικά
     κλητική σκεπαστικοί σκεπαστικές σκεπαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκεπαστικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σκεπαστικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία