Δείτε επίσης: σκεπή
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκεπός η σκεπή το σκεπό
      γενική του σκεπού της σκεπής του σκεπού
    αιτιατική τον σκεπό τη σκεπή το σκεπό
     κλητική σκεπέ σκεπή σκεπό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκεποί οι σκεπές τα σκεπά
      γενική των σκεπών των σκεπών των σκεπών
    αιτιατική τους σκεπούς τις σκεπές τα σκεπά
     κλητική σκεποί σκεπές σκεπά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

σκεπός < σκέπω + -ός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκεπός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σκεπός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)