καμαροσκέπαστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ma.ɾoˈsce.pa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐ρο‐σκέ‐πα‐στος
Επίθετο επεξεργασία
καμαροσκέπαστος, -η, -ο [1]
- ο καλυμμένος με καμάρα
- ↪ καμαροσκέπαστος ναός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καμαροσκέπαστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καμαροσκέπαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)