Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμαροσκέπαστος η καμαροσκέπαστη το καμαροσκέπαστο
      γενική του καμαροσκέπαστου της καμαροσκέπαστης του καμαροσκέπαστου
    αιτιατική τον καμαροσκέπαστο την καμαροσκέπαστη το καμαροσκέπαστο
     κλητική καμαροσκέπαστε καμαροσκέπαστη καμαροσκέπαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμαροσκέπαστοι οι καμαροσκέπαστες τα καμαροσκέπαστα
      γενική των καμαροσκέπαστων των καμαροσκέπαστων των καμαροσκέπαστων
    αιτιατική τους καμαροσκέπαστους τις καμαροσκέπαστες τα καμαροσκέπαστα
     κλητική καμαροσκέπαστοι καμαροσκέπαστες καμαροσκέπαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμαροσκέπαστος < καμάρ(α) + -ο- + σκέπασ- + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ma.ɾoˈsce.pa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μα‐ρο‐σκέ‐πα‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

καμαροσκέπαστος, -η, -ο [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. καμαροσκέπαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)