σκεπαστήρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκεπαστήρι | τα | σκεπαστήρια |
γενική | του | σκεπαστηριού | των | σκεπαστηριών |
αιτιατική | το | σκεπαστήρι | τα | σκεπαστήρια |
κλητική | σκεπαστήρι | σκεπαστήρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκεπαστήρι < ελληνιστική κοινή σκεπαστήριον, ουδέτερο του σκεπαστήριος < αρχαία ελληνική σκεπάζω < σκέπη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκεπαστήρι ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκεπαστήρι
|