Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκέπαστρο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκέπαστρ
ο
τα
σκέπαστρ
α
γενική
του
σκεπάστρ
ου
&
σκέπαστρ
ου
των
σκεπάστρ
ων
αιτιατική
το
σκέπαστρ
ο
τα
σκέπαστρ
α
κλητική
σκέπαστρ
ο
σκέπαστρ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκέπαστρο
<
ελληνιστική κοινή
σκέπαστρον
<
αρχαία ελληνική
σκεπαστός
<
σκέπη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκέπαστρο
ουδέτερο
(
πρόχειρη
)
κατασκευή
με
στέγη
σε κάποιον ανοιχτό
χώρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκέπαστρο