ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σκέπαστρον τὰ σκέπαστρ
      γενική τοῦ σκεπάστρου τῶν σκεπάστρων
      δοτική τῷ σκεπάστρ τοῖς σκεπάστροις
    αιτιατική τὸ σκέπαστρον τὰ σκέπαστρ
     κλητική ! σκέπαστρον σκέπαστρ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκεπάστρω
γεν-δοτ τοῖν  σκεπάστροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκέπαστρον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σκεπάζω, σκεπασ- + -τρον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκέπαστρον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις σκεπάζω, σκέπω και σκέπη