επιχρίω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιχρίω < αρχαία ελληνική ἐπιχρίω < ἐπί + χρίω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιχρίω
Συγγενικά
επεξεργασία- επίχριση
- επίχρισμα
- επιχρισμένος
- επίχριστος
- → δείτε τις λέξεις επί και χρίω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιχρίω