↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιχρισμένος η επιχρισμένη το επιχρισμένο
      γενική του επιχρισμένου της επιχρισμένης του επιχρισμένου
    αιτιατική τον επιχρισμένο την επιχρισμένη το επιχρισμένο
     κλητική επιχρισμένε επιχρισμένη επιχρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιχρισμένοι οι επιχρισμένες τα επιχρισμένα
      γενική των επιχρισμένων των επιχρισμένων των επιχρισμένων
    αιτιατική τους επιχρισμένους τις επιχρισμένες τα επιχρισμένα
     κλητική επιχρισμένοι επιχρισμένες επιχρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιχρισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχρίω

επιχρισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία