επιχρισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαεπιχρισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του επιχρισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του επιχρισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιχρισμένος