επίχριστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίχριστος < ελληνιστική κοινή ἐπίχριστος < αρχαία ελληνική ἐπιχρίω < ἐπί + χρίω
Επίθετο επεξεργασία
επίχριστος
- (λόγιο) που έχει επιχριστεί
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίχριστος
|