Δείτε επίσης: ἄλειμμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλειμμα τα αλείμματα
      γενική του αλείμματος των αλειμμάτων
    αιτιατική το άλειμμα τα αλείμματα
     κλητική άλειμμα αλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άλειμμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄλειμμα [1] < ἀλείφ(ω) + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐λειμ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άλειμμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αλείφω
     συνώνυμα: άλειψη, επάλειψη, επίχρισμα, (λάδωμα)
  2. (λαϊκότροπο) λίπος
  3. ψωμί που έχει αλειφτεί για να γίνει πιο γευστικό σαν ορεκτικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία