Δείτε επίσης: ἄλειμμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άλειμμα τα αλείμματα
      γενική του αλείμματος των αλειμμάτων
    αιτιατική το άλειμμα τα αλείμματα
     κλητική άλειμμα αλείμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άλειμμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αλείφω
     συνώνυμα: άλειψη, επάλειψη, επίχρισμα, (λάδωμα)
  2. (λαϊκότροπο) λίπος
  3. ψωμί που έχει αλειφτεί για να γίνει πιο γευστικό σαν ορεκτικό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία