άλειμμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άλειμμα | τα | αλείμματα |
γενική | του | αλείμματος | των | αλειμμάτων |
αιτιατική | το | άλειμμα | τα | αλείμματα |
κλητική | άλειμμα | αλείμματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άλειμμα < αρχαία ελληνική ἄλειμμα < ἀλείφω + -μα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άλειμμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αλείφω
- (λαϊκότροπο) λίπος
- ψωμί που έχει αλειφθεί για να γίνει πιο γευστικό σαν ορεκτικό