Δείτε επίσης: άλειμμα

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄλειμμᾰ τὰ ἀλείμμᾰτ
      γενική τοῦ ἀλείμμᾰτος τῶν ἀλειμμᾰ́των
      δοτική τῷ ἀλείμμᾰτ τοῖς ἀλείμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἄλειμμᾰ τὰ ἀλείμμᾰτ
     κλητική ! ἄλειμμᾰ ἀλείμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλείμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλειμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄλειμμα < ἀλείφ(ω) + -μα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άλειμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄλειμμα ουδέτερο

  1. άλειμμα
  2. αλοιφή

  Πηγές επεξεργασία