dab (en)

  • χτυπώ απαλά επιφάνεια που έχει υγρό με απορροφητικό χαρτί ή πανί
    • απορροφώ, σκουπίζω, καθαρίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dab (en)

  1. λιγουλάκι
  2. ακροδάχτυλο
  3. ανεπαίσθητο σκούντημα, συνήθως για κάποια εργασία/πράξη και όχι κλήση