μαλθακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαλθακά < μαλθακ(ός) + -ά
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mal.θaˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαλ‐θα‐κά
Επίρρημα
επεξεργασίαμαλθακά
- με μαλθακότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαλθακά
→ δείτε τη λέξη ράθυμα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαλθακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μαλθακό) του μαλθακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμαλθᾰκᾰ́ με βραχεία κατάληξη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (μαλθακόν) του μαλθακός
μαλθᾰκᾱ́ με μακρά κατάληξη