ράθυμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɾa.θi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρά‐θυ‐μα
Επίρρημα
επεξεργασίαράθυμα
- με ραθυμία, με ράθυμο, αργό τρόπο
- ※ κι ὅταν ἀργὰ καὶ ράθυμα στὰ μάτια τοὺς κοιτάζει, / θαρρεῖς ἕναν παράξενο πὼς φέρνει πυρετό.
- Νίκος Καββαδίας, Οι γάτες των φορτηγών, ※ Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας, Β΄ Γυμνασίου
- ≈ συνώνυμα: νωχελικά
- ※ κι ὅταν ἀργὰ καὶ ράθυμα στὰ μάτια τοὺς κοιτάζει, / θαρρεῖς ἕναν παράξενο πὼς φέρνει πυρετό.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαράθυμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ράθυμο) του ράθυμος