Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épaisseur épaisseurs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

épaisseur (fr) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη épais