• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

épais

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό épais épais
θηλυκό épaisse épaisses

épais (fr)

  • παχύς

Συγγενικά

επεξεργασία
  • épaisseur
  • épaissir
  • épaississant - épaississante
  • épaississement
  • épaississeur
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=épais&oldid=5245091"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:45

Γλώσσες

    • Български
    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Hrvatski
    • Magyar
    • Bahasa Indonesia
    • Ido
    • Italiano
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Latviešu
    • Malagasy
    • Македонски
    • Malti
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Português
    • Română
    • Русский
    • Sicilianu
    • سنڌي
    • Sängö
    • Svenska
    • ไทย
    • Türkçe
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 10:45.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας