Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. η δεξιοτεχνία
  2. η μαεστρία
  3. ο παραπλανητικός αντιπερισπασμός, το στρατήγημα, το τέχνασμα
  1. βελτιστοποιώ, τελειοποιώ
  2. αποδίδω δεξιοτεχνικά
  3. αντιπερισπώ, διεξάγω/διενεργώ παραπλανητικό αντιπερισπασμό, στρατήγημα, τέχνασμα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
finesse < fin

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fi.nɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finesse (fr) θηλυκό

  1. η δεξιοτεχνία
  2. η λεπτότητα του χαρακτήρα, η φινέτσα


Συγγενικά

επεξεργασία