finesse
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
- η δεξιοτεχνία
- η μαεστρία
- ο παραπλανητικός αντιπερισπασμός, το στρατήγημα, το τέχνασμα
Ρήμα
επεξεργασία
- βελτιστοποιώ, τελειοποιώ
- αποδίδω δεξιοτεχνικά
- αντιπερισπώ, διεξάγω/διενεργώ παραπλανητικό αντιπερισπασμό, στρατήγημα, τέχνασμα