finesse
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η δεξιοτεχνία
- η μαεστρία
- ο παραπλανητικός αντιπερισπασμός, το στρατήγημα, το τέχνασμα
Ρήμα
επεξεργασία- βελτιστοποιώ, τελειοποιώ
- αποδίδω δεξιοτεχνικά
- αντιπερισπώ, διεξάγω/διενεργώ παραπλανητικό αντιπερισπασμό, στρατήγημα, τέχνασμα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- finesse < fin
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfinesse (fr) θηλυκό
- η δεξιοτεχνία
- η λεπτότητα του χαρακτήρα, η φινέτσα