Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φινέτσα οι φινέτσες
      γενική της φινέτσας
    αιτιατική τη φινέτσα τις φινέτσες
     κλητική φινέτσα φινέτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φινέτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική finezza

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φινέτσα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία