μαεστρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαεστρία θηλυκό
- επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, ικανότητα χειρισμού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ μαεστρία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας