αντιπερισπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπερισπώ < αρχαία ελληνική ἀντιπερισπάω / ἀντιπερισπῶ < ἀντι- + περισπάω / περισπῶ < σπάω / σπῶ
Ρήμα
επεξεργασίααντιπερισπώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπερισπασματικός
- αντιπερισπασμός
- αντιπερισπαστικός
- → δείτε τις λέξεις περισπώ και σπάζω