περισπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περισπώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περισπῶ (εκτρέπω), συνηρημένος τύπος του περισπάω < περι- + σπάω
- για το «βάζω περισπωμένη» < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περισπῶμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈspo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐σπώ
Ρήμα
επεξεργασίαπερισπώ, -άς..., πρτ.: περισπούσα, αόρ.: περιέσπασα, παθ.φωνή: περισπώμαι, π.αόρ.: περισπάστηκα, μτχ.π.π.: περισπασμένος
περισπώ, -άς..., μόνο στο ενεστωτικό θέμα, κυρίως παθητικό περισπώμαι
- (γραμματική) βάζω περισπωμένη
- → δείτε και τη λέξη οξύνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις περί και σπάω / σπάζω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βάζω περισπωμένη
|
Πηγές
επεξεργασία- περισπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- περισπώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)