περισπωμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περισπωμένη | οι | περισπωμένες |
γενική | της | περισπωμένης | των | περισπωμένων |
αιτιατική | την | περισπωμένη | τις | περισπωμένες |
κλητική | περισπωμένη | περισπωμένες | ||
Δείτε και την κλίση του θηλυκού στη μετοχή περισπώμενος. | ||||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Δείτε: Μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | περισπωμένη | οι | περισπώμενες |
γενική | της | περισπωμένης | των | περισπωμένων |
αιτιατική | την | περισπωμένη | τις | περισπώμενες |
κλητική | περισπωμένη | περισπώμενες | ||
Λόγια κλίση μετοχής. Εννοείται η λέξη 'συλλαβή'. | ||||
Κατηγορία όπως «κατηγορουμένη» - Δείτε: μετακίνηση τόνου στο Παράρτημα |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περισπωμένη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περισπωμένη (εννοείται προσῳδία) (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική περισπωμένη, θηλυκό του περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ < περι- (περί) + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισπωμένη θηλυκό
- (γραμματική) ειδικό τονικό σημάδι (◌͂) που τίθεται πάνω από μακρά συλλαβή των αρχαίων ελληνικών ή των νέων ελληνικών με το πολυτονικό σύστημα, όταν ισχύουν ορισμένοι κανόνες και προϋποθέσεις
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.
- 3ο κεφάλαιο Οικονόμου, Μιχ. Χ. ※ Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γυμνασίου-Λυκείου.
- Η μακρόχρονη παραλήγουσα, όταν τονίζεται, παίρνει περισπωμένη εμπρός από βραχύχρονη λήγουσα: κῆπος, χῶρος, φεῦγε, κῶμαι.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περισπωμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπερισπωμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του περισπώμενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περισπωμένη | αἱ | περισπώμεναι | ||||
γενική | τῆς | περισπωμένης | τῶν | περισπωμένων | ||||
δοτική | τῇ | περισπωμένῃ | ταῖς | περισπωμέναις | ||||
αιτιατική | τὴν | περισπωμένην | τὰς | περισπωμένᾱς | ||||
κλητική ὦ! | περισπωμένη | περισπώμεναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περισπωμένᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περισπωμέναιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'περισπωμένη' όπως «περισπωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περισπωμένη ουσιαστικοποιημένο θηλυκό της μετοχής περισπώμενος (ενν. προσῳδία) < αρχαία ελληνική περισπωμένη, θηλυκό του περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ < περι- (περί) + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερισπωμένη θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή γραμματική) η περισπωμένη
- ※ εἴπερ ἄρα δύο μέρη λόγου τὸ ὤμοι ἦν, καὶ πάντως ἡ τοῦ ὦ περισπωμένη ἐσώζετο, εἴγε ἀμετάθετοι αἱ περισπώμεναι, κἂν ἐγκλιτικὸν ἐπιφέρηται κἂν ἀνέγκλιτον. (Απολλώνιος ο Δύσκολος, Περί ἐπιρρημάτων, 2.1,1.127.24-2.1,1.127.26)
- ※ Τῶν δὲ εἰς <μι> ληγόντων ῥημάτων συζυγίαι εἰσὶ τέσσαρες, ὧν ἡ μὲν πρώτη † ἐκφέρεται ἀπὸ τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων, ὡς ἀπὸ τοῦ <τιθῶ> γέγονε <τίθημι>. (Διονύσιος ο Θραξ, Τέχνη Γραμματική, 1.1.59.4-1.1.59.5)
Σημειώσεις
επεξεργασία- ονομαστική πληθυντικού: περισπώμεναι, γενική πληθυντικού: περισπωμένων. Στο CD του TLG (Thesaurus Linguae Graecae) υπάρχει ο τύπος «περισπώμεναι» (17 φορές) και «περισπωμένων» (982 φορές).
Συγγενικά
επεξεργασία- περισπωμένως (επίρρημα)
Κλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπερισπωμένη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του περισπώμενος