πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο περισπασμός οι περισπασμοί
      γενική του περισπασμού των περισπασμών
    αιτιατική τον περισπασμό τους περισπασμούς
     κλητική περισπασμέ περισπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περισπασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περισπασμός. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + σπασμός
ΔΦΑ : /pe.ɾi.spaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περισπασμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισπασμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περισπασμός οἱ περισπασμοί
      γενική τοῦ περισπασμοῦ τῶν περισπασμῶν
      δοτική τῷ περισπασμ τοῖς περισπασμοῖς
    αιτιατική τὸν περισπασμόν τοὺς περισπασμούς
     κλητική ! περισπασμέ περισπασμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισπασμώ
γεν-δοτ τοῖν  περισπασμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περισπασμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περισπάω / περισπῶ, περισπασ- + -μός. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + σπασμός.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισπασμός, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. περισπασμός προσοχής, περίσπαση, αφηρημάδα
  2. (γραμματική) συνώνυμο του περισπωμένη
     δείτε και τη λέξη περίσπασις (το να βάζεις περισπωμένη)

Συγγενικά

επεξεργασία