προπερισπώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπερισπώμενος < αρχαία ελληνική προπερισπώμενος < προ- (πρό) + περισπώμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος περισπάω / περισπῶ < περι- (περί) + σπάω / σπῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speh₁- (επιτυγχάνω, ευδοκιμώ)
Μετοχή επεξεργασία
προπερισπώμενος
- (γραμματική) που περισπάται στην παραλήγουσα, δεν είναι παροξύτονος διότι το τελικό φωνήεν είναι βραχύ λ.χ. σῶμα (σῶμᾰ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπερισπώμενος
|