↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παροξύτονος η παροξύτονη το παροξύτονο
      γενική του παροξύτονου της παροξύτονης του παροξύτονου
    αιτιατική τον παροξύτονο την παροξύτονη το παροξύτονο
     κλητική παροξύτονε παροξύτονη παροξύτονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παροξύτονοι οι παροξύτονες τα παροξύτονα
      γενική των παροξύτονων των παροξύτονων των παροξύτονων
    αιτιατική τους παροξύτονους τις παροξύτονες τα παροξύτονα
     κλητική παροξύτονοι παροξύτονες παροξύτονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παροξύτονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροξύτονος < (παρά) παρ- + ὀξύτονος < ὀξύ- + τόν(ος) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

παροξύτονος, -η, -ο

  1. (γραμματική) που τονίζεται στην παραλήγουσα
    ⮡  οι παροξύτονες λέξεις έχουν τόνο στην παραλήγουσα
  2. (γραμματική, στο ελληνικό πολυτονικό σύστημα) που τονίζεται με οξεία στην παραλήγουσα και όχι με περισπωμένη
    ⮡  η λέξη «χώρα» είναι παροξύτονη, ενώ η λέξη «χῶρος» είναι προπερισπώμενη σύμφωνα με τους κανόνες τονισμού της γραμματικής των αρχαίων ελληνικών
  3. (μετρική) στίχος που τονίζεται στην προτελευταία συλλαβή

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ παροξύτονος τὸ παροξύτονον οἱ, αἱ παροξύτονοι τὰ παροξύτονα
Γενική τοῦ, τῆς παροξυτόνου τοῦ παροξυτόνου τῶν παροξυτόνων τῶν παροξυτόνων
Δοτική τῷ, τῇ παροξυτόνῳ τῷ παροξυτόνῳ τοῖς, ταῖς παροξυτόνοις τοῖς παροξυτόνοις
Αιτιατική τὸν, τὴν παροξύτονον τὸ παροξύτονον τοὺς, τὰς παροξυτόνους τὰ παροξύτονα
Κλητική παροξύτονε παροξύτονον παροξύτονοι παροξύτονα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική παροξυτόνω
Γενική-Δοτική παροξυτόνοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παροξύτονος < (παρά) παρ- + ὀξύτονος (με διαπεραστικό ήχο) < ὀξύς ὀξύ- + τόν(ος) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

παροξύτονος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία