παροξύτονος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροξύτονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροξύτονος < (παρά) παρ- + ὀξύτονος < ὀξύ- + τόν(ος) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίαπαροξύτονος, -η, -ο
- (γραμματική) που τονίζεται στην παραλήγουσα
- ⮡ οι παροξύτονες λέξεις έχουν τόνο στην παραλήγουσα
- (γραμματική, στο ελληνικό πολυτονικό σύστημα) που τονίζεται με οξεία στην παραλήγουσα και όχι με περισπωμένη
- ⮡ η λέξη «χώρα» είναι παροξύτονη, ενώ η λέξη «χῶρος» είναι προπερισπώμενη σύμφωνα με τους κανόνες τονισμού της γραμματικής των αρχαίων ελληνικών
- (μετρική) στίχος που τονίζεται στην προτελευταία συλλαβή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παροξύτονος
Πηγές
επεξεργασία- παροξύτονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ παροξύτονος | τὸ παροξύτονον | οἱ, αἱ παροξύτονοι | τὰ παροξύτονα |
Γενική | τοῦ, τῆς παροξυτόνου | τοῦ παροξυτόνου | τῶν παροξυτόνων | τῶν παροξυτόνων |
Δοτική | τῷ, τῇ παροξυτόνῳ | τῷ παροξυτόνῳ | τοῖς, ταῖς παροξυτόνοις | τοῖς παροξυτόνοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν παροξύτονον | τὸ παροξύτονον | τοὺς, τὰς παροξυτόνους | τὰ παροξύτονα |
Κλητική | παροξύτονε | παροξύτονον | παροξύτονοι | παροξύτονα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | παροξυτόνω | |||
Γενική-Δοτική | παροξυτόνοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαροξύτονος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παροξύτονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.