βαρύτονος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βαρύτονος < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βαρύτονος
- (γραμματική) που δεν τονίζεται στη λήγουσα: Tα βαρύτονα ονόματα τονίζονται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα.
- (μουσική, τραγούδι) → δείτε ουσιαστικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γραμματική
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βαρύτονος αρσενικό
- (μουσική, τραγούδι) ανδρική φωνή που καλύπτει περιοχή ψηλότερη από τον μπάσο) και χαμηλότερη από τον τενόρο
- αντίστοιχη γυναικεία φωνή: η μεσόφωνος ή μέτζο σοπράνο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές: