πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαρύτονος η βαρύτονη το βαρύτονο
      γενική του βαρύτονου της βαρύτονης του βαρύτονου
    αιτιατική τον βαρύτονο τη βαρύτονη το βαρύτονο
     κλητική βαρύτονε βαρύτονη βαρύτονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαρύτονοι οι βαρύτονες τα βαρύτονα
      γενική των βαρύτονων των βαρύτονων των βαρύτονων
    αιτιατική τους βαρύτονους τις βαρύτονες τα βαρύτονα
     κλητική βαρύτονοι βαρύτονες βαρύτονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

βαρύτονος, -η, -ο

  1. (γραμματική) που δεν τονίζεται στη λήγουσα συλλαβή
      βαρύτονα ονόματα τονίζονται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα
  2. (γραμματική, αρχαία ελληνικά)
    1. (για συλλαβή) που τονίζεται με βαρεία
    2. (για λέξη) που δεν τονίζεται στη λήγουσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Απεικόνιση έκτασης φωνής βαρύτονου. Συνήθως sol2 - sol4.

βαρύτονος, -η, -ο

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρύτονος οι βαρύτονοι
      γενική του βαρύτονου των βαρύτονων
    αιτιατική τον βαρύτονο τους βαρύτονους
     κλητική βαρύτονε βαρύτονοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

βαρύτονος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαρύτονος τὸ βαρύτονον
      γενική τοῦ/τῆς βαρυτόνου τοῦ βαρυτόνου
      δοτική τῷ/τῇ βαρυτόν τῷ βαρυτόν
    αιτιατική τὸν/τὴν βαρύτονον τὸ βαρύτονον
     κλητική ! βαρύτονε βαρύτονον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαρύτονοι τὰ βαρύτον
      γενική τῶν βαρυτόνων τῶν βαρυτόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαρυτόνοις τοῖς βαρυτόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαρυτόνους τὰ βαρύτον
     κλητική ! βαρύτονοι βαρύτον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαρυτόνω τὼ βαρυτόνω
      γεν-δοτ τοῖν βαρυτόνοιν τοῖν βαρυτόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βαρύτονος < βαρύ- + τόν(ος) + -ος

βαρύτονος, -ος, -ον

  1. (για ήχο)
    1. (για ζώο, άνθρωπο) που έχει βαθειά φωνή
    2. (μουσική) που έχει βαθύ ήχο
  2. (ελληνιστική σημασία γραμματική)
    1. (για εγκλιτικά) που δεν φέρει τόνο
    2. (για συλλαβές) που δεν είναι οξύτονη, δεν φέρει οξεία
    επίρρημα: βαρυτόνως