βαρύτονος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈɾi.to.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρύ‐το‐νος
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- βαρύτονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βαρύτονος < βαρύ- + αρχαία ελληνική τόν(ος) + -ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βαρύτονος, -η, -ο
- (γραμματική) που δεν τονίζεται στη λήγουσα συλλαβή
- ↪ Tα βαρύτονα ονόματα τονίζονται στην παραλήγουσα ή στην προπαραλήγουσα
- (γραμματική, αρχαία ελληνικά)
- (για συλλαβή) που τονίζεται με βαρεία
- (για λέξη) που δεν τονίζεται στη λήγουσα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- βαρύτονος < (αντιδάνειο) λόγιο δάνειο από την ιταλική baritono < αρχαία ελληνική βαρύτονος (που βγάζει βαθύ ήχο) < βαρύ- + τόν(ος) + -ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βαρύτονος, -η, -ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βαρύτονος αρσενικό
- (μουσική, τραγούδι) ανδρική φωνή που καλύπτει περιοχή ψηλότερη από τον μπάσο και χαμηλότερη από τον τενόρο
- αντίστοιχη γυναικεία φωνή: η μεσόφωνος ή μέτζο σοπράνο
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τραγουδιστής
(επίθετο, αν διαφέρει)
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- βαρύτονος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
βαρύτονος, -ος, -ον
- (για ήχο)
- (ελληνιστική σημασία γραμματική)
- επίρρημα: βαρυτόνως
ΠηγέςΕπεξεργασία
- βαρύτονος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρύτονος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.