Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθύφωνος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαθύφων
ος
η
βαθύφων
η
το
βαθύφων
ο
γενική
του
βαθύφων
ου
της
βαθύφων
ης
του
βαθύφων
ου
αιτιατική
τον
βαθύφων
ο
τη
βαθύφων
η
το
βαθύφων
ο
κλητική
βαθύφων
ε
βαθύφων
η
βαθύφων
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαθύφων
οι
οι
βαθύφων
ες
τα
βαθύφων
α
γενική
των
βαθύφων
ων
των
βαθύφων
ων
των
βαθύφων
ων
αιτιατική
τους
βαθύφων
ους
τις
βαθύφων
ες
τα
βαθύφων
α
κλητική
βαθύφων
οι
βαθύφων
ες
βαθύφων
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθύφωνος
<
ελληνιστική
βαθύφωνος
<
βαθύς
+
φωνή
Επίθετο
επεξεργασία
βαθύφωνος, -η, -ο
που έχει ιδιαίτερα βαθειά ανδρική φωνή
Ταυτόσημο
επεξεργασία
μπάσος
Συγγενικά
επεξεργασία
βαθύφωνο
,
βαθύφωνον
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθύφωνος
αγγλικά
:
bass
(en)
γαλλικά
:
basse
(fr)
ολλανδικά
:
bas
(nl)
αρσενικό