βαθύφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- βαθύφωνος < ελληνιστική βαθύφωνος < βαθύς + φωνή
Επίθετο
επεξεργασία
βαθύφωνος, -η, -ο
- που έχει ιδιαίτερα βαθειά ανδρική φωνή
βαθύφωνος, -η, -ο