↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύφωνος η βαθύφωνη το βαθύφωνο
      γενική του βαθύφωνου της βαθύφωνης του βαθύφωνου
    αιτιατική τον βαθύφωνο τη βαθύφωνη το βαθύφωνο
     κλητική βαθύφωνε βαθύφωνη βαθύφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθύφωνοι οι βαθύφωνες τα βαθύφωνα
      γενική των βαθύφωνων των βαθύφωνων των βαθύφωνων
    αιτιατική τους βαθύφωνους τις βαθύφωνες τα βαθύφωνα
     κλητική βαθύφωνοι βαθύφωνες βαθύφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθύφωνος < ελληνιστική βαθύφωνος < βαθύς + φωνή

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύφωνος, -η, -ο

  • που έχει ιδιαίτερα βαθειά ανδρική φωνή

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία