Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυφωνία οι πολυφωνίες
      γενική της πολυφωνίας των πολυφωνιών
    αιτιατική την πολυφωνία τις πολυφωνίες
     κλητική πολυφωνία πολυφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πολυφωνία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική polyphonie < ελληνιστική κοινή πολυφωνία (ποικιλία μουσικών τόνων)[1] Αναλύεται σε πολυ- + -φωνία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.foˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐φω‐νί‐α

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πολυφωνία θηλυκό

  1. (μουσική) πολλές ανεξάρτητες φωνές (μελωδίες) συνδυασμένες αρμονικά
    → και δείτε τη λέξη ομοφωνία (μία πρωταγωνιστική φωνή, συνοδευμένη από συγχορδίες)
    → και δείτε τη λέξη αντίστιξη (ανεξάρτητες φωνές που αντιπαρατίθενται)
  2. (μεταφορικά) η ύπαρξη πολλών απόψεων
     συνώνυμα: πλουραλισμός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία