τενόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τενόρος | οι | τενόροι |
γενική | του | τενόρου | των | τενόρων |
αιτιατική | τον | τενόρο | τους | τενόρους |
κλητική | τενόρε | τενόροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /teˈno.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐νό‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τενόρος αρσενικό
- (μουσική, επάγγελμα) ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και του λυρικού θεάτρου, του οποίου η φυσική φωνή εκτείνεται σε οκτάβες υψηλότερες από του βαρυτόνου, αλλά χαμηλότερες από του κόντρα τενόρου (και παλαιότερα του καστράτου)
- ※ Τί βαρύτονοι τενόροι καὶ ἀφράταις πριμαδόναις! / Διατρέχει τοὺς πενῆντα καὶ ἡ μᾶλλον νεωτέρα, / καὶ τὸ θέατρον κουνιέται σὰν ἀρχίζουν ἡ γοργόναις / μὲ τῇς ἄγριαις φωναῖς των νὰ μᾶς κλαῖνε τὸν πατέρα. (Γεώργιος Σουρής, Δημόσια θεάματα, 1885)
- ※ Στη σύγχρονη αυτή Ανάσταση, τους χαρακτήρες του ορατορίου ζωντανεύει μια ομάδα από τους σημαντικότερους διεθνώς λυρικούς καλλιτέχνες με εξειδίκευση στη μουσική του 18ου αιώνα: ο σοπρανίστας Nicolo Balducci (Άγγελος), ο μπάσος Sreten Manojlovic (Εωσφόρος), η μέτζο-σοπράνο Μαίρη-Έλεν Νέζη (Μαρία Μαγδαληνή), η κοντράλτο Lena Suttor-Wernich (Μαρία του Κλωπά) και ο τενόρος Krystian Adam (Ιωάννης). (Georg Friedrich Händel “Η Ανάσταση” Καμεράτα Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, ΕΡΤ, ανακτήθηκε στις 17/4/2025 )
- είδος κλάξον ή κόρνας δύο τόνων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
τενόρος στη Βικιπαίδεια
- (γυναικείες) σοπράνο / υψίφωνος • μέτζο σοπράνο / μεσόφωνος • κοντράλτο
- (ανδρικές) σοπρανίστας • κόντρα τενόρος • τενόρος / οξύφωνος • βαρύτονος • μπασοβαρύτονος • μπάσος / βαθύφωνος
πολυφωνία, οργανολογία - φωνές: