↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τενόρος οι τενόροι
      γενική του τενόρου των τενόρων
    αιτιατική τον τενόρο τους τενόρους
     κλητική τενόρε τενόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τενόρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική tenore + -ος < λατινική tenor < teneo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈno.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐νό‐ρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τενόρος αρσενικό

  1. (μουσική, επάγγελμα) ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και του λυρικού θεάτρου, του οποίου η φυσική φωνή εκτείνεται σε οκτάβες υψηλότερες από του βαρυτόνου, αλλά χαμηλότερες από του κόντρα τενόρου (και παλαιότερα του καστράτου)
    ※  Τί βαρύτονοι τενόροι καὶ ἀφράταις πριμαδόναις! / Διατρέχει τοὺς πενῆντα καὶ ἡ μᾶλλον νεωτέρα, / καὶ τὸ θέατρον κουνιέται σὰν ἀρχίζουν ἡ γοργόναις / μὲ τῇς ἄγριαις φωναῖς των νὰ μᾶς κλαῖνε τὸν πατέρα. (Γεώργιος Σουρής, Δημόσια θεάματα, 1885)
  2. είδος κλάξον ή κόρνας δύο τόνων
     συνώνυμα: τενόρο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία