Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τενόρο αρσενικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τενόρο τα τενόρα
      γενική του τενόρου των τενόρων
    αιτιατική το τενόρο τα τενόρα
     κλητική τενόρο τενόρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τενόρο ουδέτερο