Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkoɾ.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόρ‐να

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόρνα οι κόρνες
      γενική της κόρνας των (κορνών)
    αιτιατική την κόρνα τις κόρνες
     κλητική κόρνα κόρνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κόρνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική corne + [1] ή (άμεσο δάνειο) ιταλική corna [2], και τα δύο < δημώδης λατινική *corna < λατινική cornua, πληθυντικός του cornu

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρνα θηλυκό άκλιτο

  1. ηχητικό όργανο οχημάτων που χρησιμοποιείται για προειδοποιητικούς λόγους
    → δείτε τη λέξη κλάξον
  2. (συνεκδοχικά) το κορνάρισμα [3]

Συγγενικά

επεξεργασία

επίσης δείτε κορνέ

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κόρνα: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

κόρνα ουδέτερο

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κόρνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)