↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόρνο τα κόρνα
      γενική του κόρνου των κόρνων
    αιτιατική το κόρνο τα κόρνα
     κλητική κόρνο κόρνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φυσικό κόρνο
 
Γαλλικό κόρνο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόρνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική corno[1] < λατινικά cornu < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱerh₂- ‎(κέρας, κέρατο). Βλ.[2] και εβραϊκά קרן (keren), ακκαδικά qarnu.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkoɾ.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόρ‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρνο ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο)
    1. είδος χάλκινου μουσικού οργάνου· κάθε όργανο της οικογένειας των κόρνων με το χαρακτηριστικό σπειροειδές σχήμα του κέρατος. Αρχικά, χωρίς βαλβίδες (φυσικό κόρνο). Η παραγωγή διαφορετικών τόνων ρυθμίζεται από τα χείλη του εκτελεστή
    2. εννοείται το γαλλικό κόρνο
  2. (ιδιωματικό) το κέρατο[3]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κόρνο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Βλ. άρθρο Horn στην Αγγλική Wikipedia. ανεύρ:2018.07.07.
  3. Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 15.