horn
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
horn | horns |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhorn (en)
- το κέρατο, το κέρας
- ⮡ the horn of the goat - τα κερατά της κατσίκας
- (τεχνολογία) η κόρνα (ηχείου, μεγαφώνου, αυτοκινήτου)
- ⮡ Don’t honk the horn for no reason.
- Μην πατάς την κόρνα χωρίς λόγο.
- ⮡ Don’t honk the horn for no reason.
- (μουσική) (ειδικότερα) το μουσικό όργανο κόρνο
- → δείτε English horn και French horn
- (μουσική) (γενικότερα) διάφορα πνευστά μουσικά όργανα (όπως το σαξόφωνο, το τρομπόνι κ.λπ.)