τρομπόνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τρομπόνι | τα | τρομπόνια |
γενική | του | τρομπονιού | των | τρομπονιών |
αιτιατική | το | τρομπόνι | τα | τρομπόνια |
κλητική | τρομπόνι | τρομπόνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Εκτός από το σημαντικό του ρόλο στη συμφωνική ορχήστρα, το τρομπόνι πρωταγωνιστεί και στη τζαζ.
Αυτοσχεδιασμός. Πρόβλημα για να ακούσετε το αρχείο; Bοήθεια πολυμέσων. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρομπόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική trombon(e) + -ι[1] < tromba
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾomˈbo.ni/ και σε γρήγορο λόγο tɾoˈbo.ni
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐μπό‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρομπόνι ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό συρόμενο σωλήνα, με ή χωρίς κλειδιά (πιστόνια)[1][2]
- (παρωχημένο) φορητό κοντό εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο του 19ου αιώνα, του οποίου η κάννη έχει σχήμα χοάνης ή σάλπιγγας (σε χρήση κυρίως σε πλοία, για απόκρουση εφορμήσεων πειρατών)[2][3]
- ≈ συνώνυμα: κουβερτοσαρώστρα (λαϊκό)[3]
Παράγωγα
επεξεργασία- τρομπονιά (σχετίζεται με το όπλο)
Συγγενικά
επεξεργασίαμουσικό όργανο:
- τρόμπα
- τρομπονίστας αρσενικό, τρομπονίστα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαβασικοί τύποι του μουσικού οργάνου:[2]
- τρομπόνι στη Βικιπαίδεια (μουσικό όργανο)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 τρομπόνι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2831.
- ↑ 3,0 3,1 Πανταζής Κοντομίχης, Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη, 2005), λήμμα «τρομπόνι».