χοάνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χοάνη | οι | χοάνες |
γενική | της | χοάνης | των | χοανών |
αιτιατική | τη | χοάνη | τις | χοάνες |
κλητική | χοάνη | χοάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοάνη < αρχαία ελληνική χοάνη < χέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xoˈa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ά‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοάνη θηλυκό
- κατασκευή σε σχήμα χωνιού
- κατασκευή σε σχήμα χωνιού που χρησιμεύει για την τήξη μετάλλων ή την θέρμανση άλλων υλικών
- χωνί
- (ανατομία) σωματική κοιλότητα με παρόμοιο σχήμα
- (μεταφορικά) μέρος όπου συγχωνεύονται και αλληλεπιδρούν διαφορετικές καταστάσεις, συνθήκες, αντιλήψεις κ.λπ.
Συγγενικά
επεξεργασία- χοανοειδής
- χούνη
- Χούνη
- → δείτε τις λέξεις χέω και χωνί
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χοάνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοάνη < χέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοάνη θηλυκό (συνηρημένο χώνη και χῶνος για το χόανος)
- χωνευτήριο μετάλλων
- χωνί