χοηφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | χοηφόρος | το | χοηφόρο | ||
γενική | του/της | χοηφόρου | του | χοηφόρου | ||
αιτιατική | τον/τη | χοηφόρο | το | χοηφόρο | ||
κλητική | χοηφόρε | χοηφόρο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | χοηφόροι | τα | χοηφόρα | ||
γενική | των | χοηφόρων | των | χοηφόρων | ||
αιτιατική | τους/τις | χοηφόρους | τα | χοηφόρα | ||
κλητική | χοηφόροι | χοηφόρα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -α. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοηφόρος < αρχαία ελληνική χοηφόρος, χοή + -φόρος
Επίθετο
επεξεργασίαχοηφόρος, -ος, -ο
- εκείνος που προσέφερε σπονδές σε νεκρούς στην αρχαία Ελλάδα, που έφερε τη χοή για προσφορά
- με κεφαλαίο, στον πληθυντικό, τραγωδία του Αισχύλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοηφόρος
|